- φρεωρυχία
- φρε-ωρυχία, ἡ, das Brunnengraben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρεωρυχίᾳ — φρεωρυχίᾱͅ , φρεωρυχία digging of wells fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεωρυχία — ἡ, ΜΑ [φρεωρύχος] 1. άνοιγμα φρέατος, πηγαδιού 2. (κατ επέκτ.) η άσκηση τού επαγγέλματος τού φρεωρύχου … Dictionary of Greek
φρεωρυχίας — φρεωρυχίᾱς , φρεωρυχία digging of wells fem acc pl φρεωρυχίᾱς , φρεωρυχία digging of wells fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεωρυχίαν — φρεωρυχίᾱν , φρεωρυχία digging of wells fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεωρυχικός — ή, όν, ΜΑ [φρεωρύχος] αυτός που χρησιμοποιείται στην φρεωρυχία* («φρεωρυχικὸν ἐργαλεῑον», Φώτ.) … Dictionary of Greek